ἁγιασμός

ἁγιασμός
ἁγιασμός, οῦ, ὁ (LXX; PsSol 17:30; Test12Patr.—Diod S 4, 39, 1 has ἁγισμός) personal dedication to the interests of the deity, holiness, consecration, sanctification; the use in a moral sense for a process or, more often, its result (the state of being made holy) is peculiar to our lit. (cp. Jer 6:16 v.l.; TestBenj 10:11) εἰς ἁγιασμόν for consecration (opp. εἰς ἀνομίαν) Ro 6:19, 22 (AcThom 121 [Aa II/2, 230, 23]). Opp. ἀκαθαρσία 1 Th 4:7; w. τιμή vs. 4, cp. vs. 3; w. πίστις and ἀγάπη 1 Ti 2:15; w. εἰρήνη Hb 12:14. ἐν ἁ. πνεύματος in consecration through the Spirit 2 Th 2:13; 1 Pt 1:2 (TestLevi 18:7 πνεῦμα ἁγιασμοῦ). Christ described as ἁ. w. δικαιοσύνη and ἀπολύτρωσις (abstr. for concr. author of holiness; cp. the triad in Did., Gen. 221, 15) 1 Cor 1:30. ποιεῖν τὰ τοῦ ἁ. πάντα do everything that belongs to holiness 1 Cl 30:1; ἐγκράτεια ἐν ἁ. self-control with consecration 35:2.—EGaugler, D. Heiligung in d. Ethik des Ap. Pls: Internat. kirchl. Ztschr. 15, 1925, 100–120; MEnslin, The Ethics of Paul 1930; SDjukanovič, Heiligkt u. Heilgg b. Pls, diss. Bern ’39.—DELG s.v. ἅζομαι. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁγιασμός — consecration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… …   Dictionary of Greek

  • αγιασμός — ο 1. η τελετή για την καθαγίαση του νερού από τον ιερέα: Όλοι γύρω σοβαροί παρακολουθούσαν τον αγιασμό. 2. το αγιασμένο νερό: Είχε μαζί της και μια κούπα για να πάρει αγιασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγριος αγιασμός — Κοινή ονομασία των φυτών μέντα η μακρόφυλλος και μέντα η πρασίνη (βλ. λ. μέντα, δυόσμος) …   Dictionary of Greek

  • ἁγιασμοῖς — ἁγιασμός consecration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμοῦ — ἁγιασμός consecration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμούς — ἁγιασμός consecration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμῶν — ἁγιασμός consecration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμῷ — ἁγιασμός consecration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιασμόν — ἁγιασμός consecration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοφάνια ή Επιφάνια — Μία από τις μεγάλες γιορτές της χριστιανικής Εκκλησίας που τελείται στις 6 Ιανουαρίου. Η γιορτή αυτή καθιερώθηκε για πρώτη φορά τον 2o αι. στην Αίγυπτο, όπως μας πληροφορεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, όπου μερικοί Γνωστικοί χριστιανοί γιόρταζαν στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”